- ανεπιθεώρητος
- -η, -ο (Α ἀνεπιθεώρητος, -ον)νεοελλ.αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη αρχήαρχ.ο ανεξέλεγκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπιθεώρητος — not overlooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιθεώρητος — η, ο αυτός που δεν επιθεωρήθηκε από κάποιον ανώτερό του: Πολλοί καθηγητές είναι ανεπιθεώρητοι δύο και τρία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπιθεωρήτου — ἀνεπιθεώρητος not overlooked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)